παράκολλος

παράκολλος
-ον, Α
1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο
2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» — είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί-κολλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ANACLITERIUM — apud Ael. Spartian. in Aelio Vero, c. 5. Fertur etiam aliud genus voluptatis, quod Verus invenerat; Nam lectum eminentibus quatuor Anacliteriis fecerat, minuto reticulo undique inclusum, eumque foliis rosae, quibus demptum erat albu, replehat,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”