- παράκολλος
- -ον, Α1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» — είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί-κολλος].
Dictionary of Greek. 2013.